σχετικός
Greek
Etymology
From Ancient Greek σχετικός (skhetikós).
Declension
Declension of σχετικός
| number case \ gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | σκετικός • | σκετική • | σκετικό • | σκετικοί • | σκετικές • | σκετικά • |
| genitive | σκετικού • | σκετικής • | σκετικού • | σκετικών • | σκετικών • | σκετικών • |
| accusative | σκετικό • | σκετική • | σκετικό • | σκετικούς • | σκετικές • | σκετικά • |
| vocative | σκετικέ • | σκετική • | σκετικό • | σκετικοί • | σκετικές • | σκετικά • |
| derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σχετικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σχετικός, etc.) | |||||
Degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | σχετικότερος • | σχετικότερη • | σχετικότερο • | σχετικότεροι • | σχετικότερες • | σχετικότερα • |
| genitive | σχετικότερου • | σχετικότερης • | σχετικότερου • | σχετικότερων • | σχετικότερων • | σχετικότερων • |
| accusative | σχετικότερο • | σχετικότερη • | σχετικότερο • | σχετικότερους • | σχετικότερες • | σχετικότερα • |
| vocative | σχετικότερε • | σχετικότερη • | σχετικότερο • | σχετικότεροι • | σχετικότερες • | σχετικότερα • |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο σχετικότερος", etc) | |||||
| Absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | σχετικότατος • | σχετικότατη • | σχετικότατο • | σχετικότατοι • | σχετικότατες • | σχετικότατα • |
| genitive | σχετικότατου • | σχετικότατης • | σχετικότατου • | σχετικότατων • | σχετικότατων • | σχετικότατων • |
| accusative | σχετικότατο • | σχετικότατη • | σχετικότατο • | σχετικότατους • | σχετικότατες • | σχετικότατα • |
| vocative | σχετικότατε • | σχετικότατη • | σχετικότατο • | σχετικότατοι • | σχετικότατες • | σχετικότατα • |
Derived terms
- σχετικά (schetiká)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.