διασκεδαστικός
Greek
Adjective
διασκεδαστικός • (diaskedastikós) m (feminine διασκεδαστική, neuter διασκεδαστικό)
Declension
Declension of διασκεδαστικός
| number case \ gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | διασκεδαστικός • | διασκεδαστική • | διασκεδαστικό • | διασκεδαστικοί • | διασκεδαστικές • | διασκεδαστικά • |
| genitive | διασκεδαστικού • | διασκεδαστικής • | διασκεδαστικού • | διασκεδαστικών • | διασκεδαστικών • | διασκεδαστικών • |
| accusative | διασκεδαστικό • | διασκεδαστική • | διασκεδαστικό • | διασκεδαστικούς • | διασκεδαστικές • | διασκεδαστικά • |
| vocative | διασκεδαστικέ • | διασκεδαστική • | διασκεδαστικό • | διασκεδαστικοί • | διασκεδαστικές • | διασκεδαστικά • |
| derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διασκεδαστικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διασκεδαστικός, etc.) | |||||
Degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | διασκεδαστικότερος • | διασκεδαστικότερη • | διασκεδαστικότερο • | διασκεδαστικότεροι • | διασκεδαστικότερες • | διασκεδαστικότερα • |
| genitive | διασκεδαστικότερου • | διασκεδαστικότερης • | διασκεδαστικότερου • | διασκεδαστικότερων • | διασκεδαστικότερων • | διασκεδαστικότερων • |
| accusative | διασκεδαστικότερο • | διασκεδαστικότερη • | διασκεδαστικότερο • | διασκεδαστικότερους • | διασκεδαστικότερες • | διασκεδαστικότερα • |
| vocative | διασκεδαστικότερε • | διασκεδαστικότερη • | διασκεδαστικότερο • | διασκεδαστικότεροι • | διασκεδαστικότερες • | διασκεδαστικότερα • |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο διασκεδαστικότερος", etc) | |||||
| Absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | διασκεδαστικότατος • | διασκεδαστικότατη • | διασκεδαστικότατο • | διασκεδαστικότατοι • | διασκεδαστικότατες • | διασκεδαστικότατα • |
| genitive | διασκεδαστικότατου • | διασκεδαστικότατης • | διασκεδαστικότατου • | διασκεδαστικότατων • | διασκεδαστικότατων • | διασκεδαστικότατων • |
| accusative | διασκεδαστικότατο • | διασκεδαστικότατη • | διασκεδαστικότατο • | διασκεδαστικότατους • | διασκεδαστικότατες • | διασκεδαστικότατα • |
| vocative | διασκεδαστικότατε • | διασκεδαστικότατη • | διασκεδαστικότατο • | διασκεδαστικότατοι • | διασκεδαστικότατες • | διασκεδαστικότατα • |
Related terms
- see: διασκέδαση f (diaskédasi, “pleasure, fun”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.