διαβρωτικός
Greek
Adjective
διαβρωτικός • (diavrotikós) m (feminine διαβρωτική, neuter διαβρωτικό)
Declension
Declension of διαβρωτικός
| number case \ gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | διαβρωτικός • | διαβρωτική • | διαβρωτικό • | διαβρωτικοί • | διαβρωτικές • | διαβρωτικά • |
| genitive | διαβρωτικού • | διαβρωτικής • | διαβρωτικού • | διαβρωτικών • | διαβρωτικών • | διαβρωτικών • |
| accusative | διαβρωτικό • | διαβρωτική • | διαβρωτικό • | διαβρωτικούς • | διαβρωτικές • | διαβρωτικά • |
| vocative | διαβρωτικέ • | διαβρωτική • | διαβρωτικό • | διαβρωτικοί • | διαβρωτικές • | διαβρωτικά • |
| derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διαβρωτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διαβρωτικός, etc.) | |||||
Degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | διαβρωτικότερος • | διαβρωτικότερη • | διαβρωτικότερο • | διαβρωτικότεροι • | διαβρωτικότερες • | διαβρωτικότερα • |
| genitive | διαβρωτικότερου • | διαβρωτικότερης • | διαβρωτικότερου • | διαβρωτικότερων • | διαβρωτικότερων • | διαβρωτικότερων • |
| accusative | διαβρωτικότερο • | διαβρωτικότερη • | διαβρωτικότερο • | διαβρωτικότερους • | διαβρωτικότερες • | διαβρωτικότερα • |
| vocative | διαβρωτικότερε • | διαβρωτικότερη • | διαβρωτικότερο • | διαβρωτικότεροι • | διαβρωτικότερες • | διαβρωτικότερα • |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο διαβρωτικότερος", etc) | |||||
| Absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | διαβρωτικότατος • | διαβρωτικότατη • | διαβρωτικότατο • | διαβρωτικότατοι • | διαβρωτικότατες • | διαβρωτικότατα • |
| genitive | διαβρωτικότατου • | διαβρωτικότατης • | διαβρωτικότατου • | διαβρωτικότατων • | διαβρωτικότατων • | διαβρωτικότατων • |
| accusative | διαβρωτικότατο • | διαβρωτικότατη • | διαβρωτικότατο • | διαβρωτικότατους • | διαβρωτικότατες • | διαβρωτικότατα • |
| vocative | διαβρωτικότατε • | διαβρωτικότατη • | διαβρωτικότατο • | διαβρωτικότατοι • | διαβρωτικότατες • | διαβρωτικότατα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.