βοηθητικός
Greek
Pronunciation
- IPA(key): [vɔiθitiˈkɔs]
- Hyphenation: βο‧η‧θη‧τι‧κός
Declension
Declension of βοηθητικός
| number case \ gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | βοηθητικός • | βοηθητική • | βοηθητικό • | βοηθητικοί • | βοηθητικές • | βοηθητικά • |
| genitive | βοηθητικού • | βοηθητικής • | βοηθητικού • | βοηθητικών • | βοηθητικών • | βοηθητικών • |
| accusative | βοηθητικό • | βοηθητική • | βοηθητικό • | βοηθητικούς • | βοηθητικές • | βοηθητικά • |
| vocative | βοηθητικέ • | βοηθητική • | βοηθητικό • | βοηθητικοί • | βοηθητικές • | βοηθητικά • |
| derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βοηθητικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βοηθητικός, etc.) | |||||
Degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | βοηθητικότερος • | βοηθητικότερη • | βοηθητικότερο • | βοηθητικότεροι • | βοηθητικότερες • | βοηθητικότερα • |
| genitive | βοηθητικότερου • | βοηθητικότερης • | βοηθητικότερου • | βοηθητικότερων • | βοηθητικότερων • | βοηθητικότερων • |
| accusative | βοηθητικότερο • | βοηθητικότερη • | βοηθητικότερο • | βοηθητικότερους • | βοηθητικότερες • | βοηθητικότερα • |
| vocative | βοηθητικότερε • | βοηθητικότερη • | βοηθητικότερο • | βοηθητικότεροι • | βοηθητικότερες • | βοηθητικότερα • |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο βοηθητικότερος", etc) | |||||
| Absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | βοηθητικότατος • | βοηθητικότατη • | βοηθητικότατο • | βοηθητικότατοι • | βοηθητικότατες • | βοηθητικότατα • |
| genitive | βοηθητικότατου • | βοηθητικότατης • | βοηθητικότατου • | βοηθητικότατων • | βοηθητικότατων • | βοηθητικότατων • |
| accusative | βοηθητικότατο • | βοηθητικότατη • | βοηθητικότατο • | βοηθητικότατους • | βοηθητικότατες • | βοηθητικότατα • |
| vocative | βοηθητικότατε • | βοηθητικότατη • | βοηθητικότατο • | βοηθητικότατοι • | βοηθητικότατες • | βοηθητικότατα • |
Related terms
- βοήθεια f (voḯtheia, “help”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.