αποχειροβίωτος
Greek
Adjective
αποχειροβίωτος • (apocheirovíotos) m (feminine αποχειροβίωτη, neuter αποχειροβίωτο)
- hardworking, breadwinning
- Coordinate term: βιοπαλαιστής (viopalaistís)
Declension
Declension of αποχειροβίωτος
| number case \ gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αποχειροβίωτος • | αποχειροβίωτη • | αποχειροβίωτο • | αποχειροβίωτοι • | αποχειροβίωτες • | αποχειροβίωτα • |
| genitive | αποχειροβίωτου • | αποχειροβίωτης • | αποχειροβίωτου • | αποχειροβίωτων • | αποχειροβίωτων • | αποχειροβίωτων • |
| accusative | αποχειροβίωτο • | αποχειροβίωτη • | αποχειροβίωτο • | αποχειροβίωτους • | αποχειροβίωτες • | αποχειροβίωτα • |
| vocative | αποχειροβίωτε • | αποχειροβίωτη • | αποχειροβίωτο • | αποχειροβίωτοι • | αποχειροβίωτες • | αποχειροβίωτα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.