αποκαρδιωτικός
Greek
Adjective
αποκαρδιωτικός • (apokardiotikós) m (feminine αποκαρδιωτική, neuter αποκαρδιωτικό)
- disheartening, discouraging
- Synonym: αποθαρρυντικός (apotharryntikós)
Declension
Declension of αποκαρδιωτικός
| number case \ gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αποκαρδιωτικός • | αποκαρδιωτική • | αποκαρδιωτικό • | αποκαρδιωτικοί • | αποκαρδιωτικές • | αποκαρδιωτικά • |
| genitive | αποκαρδιωτικού • | αποκαρδιωτικής • | αποκαρδιωτικού • | αποκαρδιωτικών • | αποκαρδιωτικών • | αποκαρδιωτικών • |
| accusative | αποκαρδιωτικό • | αποκαρδιωτική • | αποκαρδιωτικό • | αποκαρδιωτικούς • | αποκαρδιωτικές • | αποκαρδιωτικά • |
| vocative | αποκαρδιωτικέ • | αποκαρδιωτική • | αποκαρδιωτικό • | αποκαρδιωτικοί • | αποκαρδιωτικές • | αποκαρδιωτικά • |
| derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποκαρδιωτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποκαρδιωτικός, etc.) | |||||
Related terms
- see: αποκαρδιώνω (apokardióno, “to discourage”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.