αιγιοπελαγίτικος
Greek
Adjective
αιγιοπελαγίτικος • (aigiopelagítikos) m (feminine αιγιοπελαγίτικη, neuter αιγιοπελαγίτικο)
- Alternative form of αιγαιοπελαγίτικος (aigaiopelagítikos)
Declension
Declension of αιγιοπελαγίτικος
| number case \ gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αιγιοπελαγίτικος • | αιγιοπελαγίτικη • | αιγιοπελαγίτικο • | αιγιοπελαγίτικοι • | αιγιοπελαγίτικες • | αιγιοπελαγίτικα • |
| genitive | αιγιοπελαγίτικου • | αιγιοπελαγίτικης • | αιγιοπελαγίτικου • | αιγιοπελαγίτικων • | αιγιοπελαγίτικων • | αιγιοπελαγίτικων • |
| accusative | αιγιοπελαγίτικο • | αιγιοπελαγίτικη • | αιγιοπελαγίτικο • | αιγιοπελαγίτικους • | αιγιοπελαγίτικες • | αιγιοπελαγίτικα • |
| vocative | αιγιοπελαγίτικε • | αιγιοπελαγίτικη • | αιγιοπελαγίτικο • | αιγιοπελαγίτικοι • | αιγιοπελαγίτικες • | αιγιοπελαγίτικα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.