αεροδιαστημικός
Greek
Adjective
αεροδιαστημικός • (aerodiastimikós) m (feminine αεροδιαστημική, neuter αεροδιαστημικό)
- aerospatial, related to aerospace
Declension
Declension of αεροδιαστημικός
| number case \ gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αεροδιαστημικός • | αεροδιαστημική • | αεροδιαστημικό • | αεροδιαστημικοί • | αεροδιαστημικές • | αεροδιαστημικά • |
| genitive | αεροδιαστημικού • | αεροδιαστημικής • | αεροδιαστημικού • | αεροδιαστημικών • | αεροδιαστημικών • | αεροδιαστημικών • |
| accusative | αεροδιαστημικό • | αεροδιαστημική • | αεροδιαστημικό • | αεροδιαστημικούς • | αεροδιαστημικές • | αεροδιαστημικά • |
| vocative | αεροδιαστημικέ • | αεροδιαστημική • | αεροδιαστημικό • | αεροδιαστημικοί • | αεροδιαστημικές • | αεροδιαστημικά • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.