αδιαφανής
Greek
Adjective
αδιαφανής • (adiafanís) m (feminine αδιαφανής, neuter αδιαφανές)
Declension
Declension of αδιαφανής
| number case \ gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αδιαφανής • | αδιαφανής • | αδιαφανές • | αδιαφανείς • | αδιαφανείς • | αδιαφανή • |
| genitive | αδιαφανούς • | αδιαφανούς • | αδιαφανούς • | αδιαφανών • | αδιαφανών • | αδιαφανών • |
| accusative | αδιαφανή • | αδιαφανή • | αδιαφανές • | αδιαφανείς • | αδιαφανείς • | αδιαφανή • |
| vocative | αδιαφανή • / αδιαφανής • | αδιαφανής • | αδιαφανές • | αδιαφανείς • | αδιαφανείς • | αδιαφανή • |
| derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδιαφανής, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδιαφανής, etc.) | |||||
Degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αδιαφανέστερος • | αδιαφανέστερη • | αδιαφανέστερο • | αδιαφανέστεροι • | αδιαφανέστερες • | αδιαφανέστερα • |
| genitive | αδιαφανέστερου • | αδιαφανέστερης • | αδιαφανέστερου • | αδιαφανέστερων • | αδιαφανέστερων • | αδιαφανέστερων • |
| accusative | αδιαφανέστερο • | αδιαφανέστερη • | αδιαφανέστερο • | αδιαφανέστερους • | αδιαφανέστερες • | αδιαφανέστερα • |
| vocative | αδιαφανέστερε • | αδιαφανέστερη • | αδιαφανέστερο • | αδιαφανέστεροι • | αδιαφανέστερες • | αδιαφανέστερα • |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αδιαφανέστερος", etc) | |||||
| Absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αδιαφανέστατος • | αδιαφανέστατη • | αδιαφανέστατο • | αδιαφανέστατοι • | αδιαφανέστατες • | αδιαφανέστατα • |
| genitive | αδιαφανέστατου • | αδιαφανέστατης • | αδιαφανέστατου • | αδιαφανέστατων • | αδιαφανέστατων • | αδιαφανέστατων • |
| accusative | αδιαφανέστατο • | αδιαφανέστατη • | αδιαφανέστατο • | αδιαφανέστατους • | αδιαφανέστατες • | αδιαφανέστατα • |
| vocative | αδιαφανέστατε • | αδιαφανέστατη • | αδιαφανέστατο • | αδιαφανέστατοι • | αδιαφανέστατες • | αδιαφανέστατα • |
Related terms
- αδιαφάνεια f (adiafáneia, “opacity”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.